χάριτ'

χάριτ'
χάριτα , χάρις
grace
fem acc sg
χάριτι , χάρις
grace
fem dat sg
χάριτε , χάρις
grace
fem nom/voc/acc dual
χάριτα , χάριτος
acceptable
neut nom/voc/acc pl
χάριτε , χάριτος
acceptable
masc voc sg
χάριται , χάριτος
acceptable
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Χάριτ' — Χάριτα , Χάρις grace fem acc sg Χάριτι , Χάρις grace fem dat sg Χάριτε , Χάρις grace fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κρυερόεις — κρυερόεις, εσσα, εν (Μ) αυτός που κρυώνει, που αισθάνεται ψύξη, ψυχρός («κρυερόεντα νῶτα θερμάνας έξ ἐρίων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυερός + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις, χαριτ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • λιθώπης — λιθώπης, ες, θηλ. και λιθώπις, ιδος (Α) 1. ο διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους 2. το θηλ. ἡ λιθῶπις αυτή που απολιθώνει με το βλέμμα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ ώπης, χαριτ ώπης] …   Dictionary of Greek

  • πυρφορώ — και πυροφορῶ, έω, Α [πυρφόρος] 1. φέρω πυρσό, είμαι πυρφόρος 2. φέρω το ιερό πυρ («ὁ παῑς ὁ τῷ θεῷ πυρφορῶν», επιγρ.) 3. μεταφέρω φωτιά («θεωρίς ναῡς ἐκ Δήλου πυρφοροῡσα», Φιλοστρ.) 4. πυρπολώ 5. μτφ. κατακαίω («πυρφορεῑν τὴν ψυχήν», Χαρίτ.) …   Dictionary of Greek

  • στενοχωρώ — στενοχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωριούμαι και στεναχωριέμαι και στεναχωριούμαι Ν [στενόχωρος / στενάχωρος] 1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, τού προξενώ στενοχώρια, τόν πικραίνω («μέ στενοχώρησε πολύ με τη… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”